- ανθήλιος
- ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)νεοελλ.Ι. το ουδ. ως ουσ.1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων*2. η ομπρέλα για τον ήλιοII. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανούαρχ.1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.
Dictionary of Greek. 2013.